- μετεμψυχώνω
- (ΑΜ μετεμψυχῶ, -όω)1. μεταβιβάζω την ψυχή από ένα σώμα σε άλλο2. (συν. το μέσ.) μετεμψυχώνομαι, μετεμψυχούμαι, -όομαιμετά τον θάνατό μου μετενσαρκώνομαι ως ψυχή στο σώμα άλλου ανθρώπου ή και ζώουνεοελλ.(το μέσ.) μτφ. λαμβάνω νέα ζωτικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.